- ψυκτηρίσκος
- ψυκ-τηρίσκος, ὁ,A small wine-cooler, PCair.Zen.38.7 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυκτηρίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρό σκεύος ψύξεως κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + επίθημα ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] … Dictionary of Greek